χωρίζω

χωρίζω
+ V 1-4-1-5-12=23 Lv 13,46; Jgs 4,11; JgsB 6,18; 1 Chr 12,9
A: to remove [τι] 1 Ezr 8,66; to separate from [τινά τινος] 1 Ezr 8,54; to remove from the teat [τινά τινος] 3 Mc 5,50; to separate from [ἀπό τινος] Wis 1,3
P: to be separated 2 Ezr 9,1; to be separated from [ἀπό τινος] 1 Chr 12,9; to remove from [ἀπό τινος] Jgs 4,11; id. [τινος] 1 Ezr 5,39; to depart 2 Mc 5,21
κεχωρισμένος separated, apart Lv 13,46 Cf. HELBING 1928, 164; →NIDNTT
(→ἀποχωρίζω, διαχωρίζω, καταχωρίζω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χωρίζω — separate pres subj act 1st sg χωρίζω separate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρίζω — χωρίζω, χώρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

  • χωρίζω — χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Χωρίζει τα στέρφα από τα γαλάρια. 2. διαλέγω, προτιμώ. 3. διανέμω, διαμοιράζω: Ήταν πολλά αδέρφια, και ο πατέρας τους τους χώρισε την περιουσία του λίγους μήνες πριν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεχωρισμένα — χωρίζω separate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχωρισμένᾱ , χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχωρισμένᾱ , χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχώρισθε — χωρίζω separate perf imperat mp 2nd pl χωρίζω separate perf ind mp 2nd pl χωρίζω separate plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχώρισθον — χωρίζω separate perf ind mp 3rd dual χωρίζω separate perf ind mp 2nd dual χωρίζω separate plup ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρίζεσθε — χωρίζω separate pres imperat mp 2nd pl χωρίζω separate pres ind mp 2nd pl χωρίζω separate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρίζετε — χωρίζω separate pres imperat act 2nd pl χωρίζω separate pres ind act 2nd pl χωρίζω separate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρίζῃ — χωρίζω separate pres subj mp 2nd sg χωρίζω separate pres ind mp 2nd sg χωρίζω separate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρίσουσιν — χωρίζω separate aor subj act 3rd pl (epic) χωρίζω separate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χωρίζω separate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”